-
1 λύπη
η1) горе; печаль, грусть; скорбь; траур; 2) жалость, сострадание; сочувствие;εκφράζω τη λύπη μου σε κάποιον — выражать своё сочувствие кому-л.;
3) сожаление, огорчение;προς μεγάλην μου λύπην κ ( — моему) великому сожалению;
αισθάνομαι ειλικρινή λύπην... — я искренне сожалею...
См. также в других словарях:
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek